φαλκιδεύω

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα
2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας
3. διαστρεβλώνω
4. υποκλέπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος, όν. ρωμαϊκού νόμου].