διαστρεβλώνω

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek Monolingual

(AM διαστρεβλῶ, -όω)
μσν.
1. κάνω κάτι ή κάποιον ολοκληρωτικά στρεβλό, παραμορφώνω
μσν.- νεοελλ.
παραποιώ, διαστρέφω, αλλοιώνω («διαστρέβλωσε την αλήθεια»).