φαλκίδιος
From LSJ
Greek Monolingual
-ο / φαλκίδιον, τὸ, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. α) «φαλκίδιος νόμος»
(νομ.) νόμος του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο ο κληρονόμος είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει το ένα τέταρτο της κληρονομίας και μετά να προβεί σε εκπλήρωση τών κληροδοσιών
β) «φαλκίδιο τέταρτο» — το κατά τον φαλκίδιο νόμο κληρονομικό δικαίωμα
αρχ.
η ελάχιστη μερίδα κλήρου ακινήτων που παραχωρείται στους κληρονόμους κατά τον φαλκίδιο νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. falcidius < Falcidius, όν. Ρωμαίου δημάρχου].