τρίναξ

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, (ἀκή (A))

   A like θρῖναξ, three-pronged mattock, AP6.104 (Phil.) [where ι is short].

German (Pape)

[Seite 1144] ακος, ἡ, der Dreizack, Philp. 14 (VI, 104), ξυλίνας.

Greek (Liddell-Scott)

τρίναξ: -ᾰκος, ὁ, (ἀκὴ) ὡς τὸ θρῖναξ, κοινῶς «θρινάκι», ἐργαλεῖον γεωργικὸν ξύλινον, Ἀνθ. Π. 6. 104 [[[ἔνθα]] τὸ ι βραχύ].

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ) :
c. θρῖναξ.

Greek Monolingual

-ακος, ἡ, Α
γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. θρίναξ (Ι), κατ' επίδραση του τρι-].