φευξείω

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

   A = φευκτιάω, prob. for φευξιῶ in E.HF628.

German (Pape)

[Seite 1267] Herm. Eur. Herc. fur. 627, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

φευξείω: φευκτιάω, ἐκ διορθώσεως τοῦ Portus ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 628, ἀντὶ φευξιῶ, οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.

French (Bailly abrégé)

c. φευκτιάω.
Étymologie: φεύγω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) φευκτιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)].