τσαρλατάνος
Greek Monolingual
ο, Ν
1. απατεώνας, αγύρτης
2. (για γιατρό) κομπογιανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciarlatano < ρ. ciarlare «φλυαρώ»].
ο, Ν
1. απατεώνας, αγύρτης
2. (για γιατρό) κομπογιανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciarlatano < ρ. ciarlare «φλυαρώ»].