κομπογιανίτης
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
και κομπογιαννίτης, ο, θηλ. -ισσα
1. πρακτικός γιατρός, αρχικά της περιοχής Ζαγορίου της Ηπείρου
2. ψευτογιατρός, ψευτοεπιστήμονας
3. απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομπώνω «εξαπατώ» + γιαίνω γιατρεύω». Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. προήλθε από κόμπος («κομπόδεμα από βότανα») + Γιαννίτης («πρακτικός γιατρός από τα Γιάννενα»), από όπου και η γραφή με -νν-].