αγύρτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Α ἀγύρτης) (Ν θηλ. -ισσα)
ψευδολόγος, απατεώνας, κατεργάρης
νεοελλ.
1. (για γιατρούς, φαρμακοποιούς κ.λπ.) θαυματοποιός, τσαρλατάνος
2. αλήτης
αρχ.
1. συλλέκτης
2. επαίτης ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ- του ρ. ἀγείρω.
ΠΑΡ. αγυρτικός
αρχ.
ἀγυρτάζω, ἀγυρτεύω.