A = φρύγω, Hsch., Phot.; cf. φαῦσιγξ.
[Seite 1259] od. φαΰζω, = φώζω, φώγω, rösten, braten, VLL. Davon φαῦσιγξ.
φαύζω: κατὰ τὸν Φώτιον, Ἀττικ. τύπος τοῦ φώζω, φώγω· «φαύζειν: τὸ φρύγειν. Ἀττικοί»· ἐντεῦθεν φαῦσιγξ.
ή φαΰζω Αψήνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαῦσιγξ.