υποκόπανος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
το πίσω μέρος του κοντακίου τών φορητών όπλων, κν. κόπανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κόπανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].