ὑπομερισμός

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ὁ,

   A subdivision, Nicom.Ar.1.8.    2 Astrol., = διαίρεσις τῆς χρονοκρατορίας Heph.Astr.2.27 bis.    II a figure in Rhetoric, = ὑποδιαίρεσις, Hermog.Inv.3.15.

German (Pape)

[Seite 1225] ὁ, Unterabtheilung, Hermogen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομερισμός: ὁ, σχῆμα ῥητορικόν, = ὑποδιαίρεσις, ἴδε Σχόλ. ἐν Ἑρμογ. (Ρήτορες Walz) τ. 7. μέρος ΙΙ, σ. 772· ὡσαύτως, διπλοῦς μερισμός, Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 140, 30, ἔκδ. Ὀξων.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑπομερίζω
1. υποδιαίρεση
2. είδος ρητορικού σχήματος.