μερισμός
English (LSJ)
ὁ,
A dividing, division, Pl.Lg.903b, Thphr. CP 1.12.6, etc.; ὁ τῶν θεῶν ἔσχατος μ. ἄχρι τῆς ὕλης προῆλθεν Dam.Pr.134; esp. apportionment, allocation of funds, Arist.Ath.48.2; distribution of money, SIG364.81 (Ephesus, iii B. C.); of victims, ib.1017.16 (Sinope, iii B. C.); οὐκ ἔνεστιν οὐδὲ εἷς παρ' ἐμοὶ μ., 'going shares', Men.Epit.244.
2 partition, τῆς Ἀκαρνανίας Plb.9.34.7.
3 share of taxation, assessment, PTeb. 58.38 (ii B. C.), 29.15 (ii B. C.), Ostr.Bodl.ii 18,41 (ii A. D.).
4 role, part assigned, in a religious ceremony, IG22.1368.65 (ii A. D.).
5 kind of gymnastic, Gal.Thras.47.
II Rhet., division of subjects, arrangement, in writing, D.H.Is.3 (pl.).
b the art of dividing a whole into its parts, Hermog.Id.2.1.
2 in Logic, assignment of the elements of a contradiction, Arist.Metaph.1027b20.
b definition, D.L.7.62.
3 in Gramm., classification of parts of speech, A.D. Synt.23.8 (hence, concretely, class, ib.48.9, 109.4); distribution of the functions of inflections, opp. σύγχυσις, ib.95.17.
b analysis of a sentence into its component parts, parsing, ib.140.11, Sch.D.T.p.214 H.; cf. ἐπιμερισμός.
4 in Metric, ὁ μ. ὁ τῶν μέτρων division into feet, scansion, S.E.M.1.159; also ὁ κατὰ γραμματικὴν μ. division of a line into words, ib.161.
5 Math., quotient, Dioph.4.22.
German (Pape)
[Seite 135] ὁ, das Teilen, die Teilung; Plat. Legg. X, 903 b; Strab. u. A. Bei den Gramm. die Vertheilung des Sprachstoffs in die Redetheile, auch Abtheilung der einzelnen Wörter, ὁ κατὰ γραμματικὴν μ., S. Emp. adv. gramm. 161; vgl. Lehrs im Rhein. Mus. N. F. II, 1 p. 126.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de partager, partage.
Étymologie: μερίζω.
Russian (Dvoretsky)
μερισμός: ὁ
1 (раз)деление: εἰς μερισμὸν τὸν ἔσχατον Plat. до последнего деления, т. е. до мелочей;
2 pl. раздача, дары (τοῦ πνεύματος NT);
3 лог. расчленение, т. е. определение (μ. ἐστι γένους εἰς τόπους κατάταξις Diog. L.): ὁ κατὰ γραμματικὴν μ. Sext. грамматический разбор;
4 мат. частное от деления.
Greek (Liddell-Scott)
μερισμός: ὁ, τὸ μερίζειν, διαιρεῖν, διαίρεσις, Πλάτ. Νόμ. 903Β, κτλ.· μ. ἀντιφάσεως, διαίρεσις εἰς ἀντιφατικὰς προτάσεις ἢ ἐννοίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 4, 1. ΙΙ. διαίρεσις ὑποθέσεως, ταξινόμησις τῆς ὕλης ἐν τῷ γράφειν, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 3. 2) ἐν τῇ Ρητορ. ἡ τέχνη τοῦ διαιρεῖν ὅλον τι εἰς τὰ μέρη αὐτοῦ, Λατ. partitio, Ἑρμογ. 3) ἐν τῇ λογικῇ, ὁρισμός, Διογ. Λ. 7. 62. 4) ἡ διαίρεσις ἢ ἀνάλυσις προτάσεως εἰς τὰ μέρη ἐξ ὧν συνίσταται, Α. Β. 842, κτλ.· πρβλ. ἐπιμερισμός.
English (Strong)
from μερίζω; a separation or distribution: dividing asunder, gift.
Spanish
English (Thayer)
μερισμοῦ, ὁ (μερίζω), a division, partition (Plato, Polybius, Strabo, (others));
1. a distribution; plural distributions of various kinds: πνεύματος ἁγίου, genitive of the object, a separation: ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καί πνεύματος, which many take actively: 'up to the dividing' i. e. so far as to cleave asunder or separate; but it is not easy to understand what the dividing of the 'soul' is. Hence, it is more correct, I think, and more in accordance with the context, to take the word passively (just as other verbal substantive ending in μος are used, e. g. ἁγιασμός, πειρασμός), and translate even to the division, etc., i. e. to that most hidden spot, the dividing line between soul and spirit, where the one passes into the other, Philo von Alex. as above with, p. 325f).
Greek Monolingual
ο (ΑM μερισμός) μερίζω
1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή
2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο
3. κατανομή, καταμερισμός
4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» — καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες
νεοελλ.-μσν.
μαθημ. διαίρεση σε μέρη ανάλογα
μσν.
μερίδιο
αρχ.
1. (ρητ.) α) κατάταξη της ύλης κατά τη συγγραφή
β) η τέχνη της διαίρεσης ενός όλου στα μέρη του
2. γραμμ. α) ταξινόμηση μερών του λόγου
β) ανάλυση πρότασης στα μέρη της
γ) κατανομή τών λειτουργιών της κλίσης
δ) (για χώρα) διαμελισμός
3. (λογ.) ορισμός
4. μέρος θρησκευτικής ιεροτελεστίας
5. είδος γυμναστικής
6. φρ. (στη μετρική) α) «ὁ μερισμὸς τῶν μέτρων» — διαίρεση στίχου σε πόδες
β) «ὁ κατὰ γραμματικὴν μερισμός» — διαίρεση στίχου στις λέξεις από τις οποίες αποτελείται.
Greek Monotonic
μερισμός: ὁ, διαίρεση, μοιρασιά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μερισμός, οῦ, ὁ,
a dividing, division, Plat.
Chinese
原文音譯:merismÒj 姆里士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:分(著的)
字義溯源:分離,分配,分賜,分開,剖開;源自(μερίζω)=分開),而 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享), (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 剖開(1) 來4:12;
2) 分賜(1) 來2:4