χειλόποδα

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. ομοταξία δηλητηριωδών σαρκοφάγων μυριαπόδων, τών κοινώς γνωστών ως σαρανταποδαρούσες, με 3.000 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chilopoda < χείλος + πούς, ποδός].