συσκοτίζω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτίζω: συσκοτάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.

Greek Monolingual

ΝΜ σκοτίζω
καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό
νεοελλ.
μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, δημιουργώ σύγχυση («η κατάθεση του μάρτυρα συσκότισε την υπόθεση»).