χαμόθεν

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

   A v. χαμᾶθεν.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμόθεν: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. χαμᾶθεν.

French (Bailly abrégé)

mauv. leç. p. χαμᾶθεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από το έδαφος, χαμᾶθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. χαμᾶθεν, σχηματισμένος από το θ. του χαμαί με επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. τηλ-όθεν)].