A v. χαμᾶθεν.
χᾰμόθεν: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. χαμᾶθεν.
mauv. leç. p. χαμᾶθεν.
Αεπίρρ. από το έδαφος, χαμᾶθεν.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. χαμᾶθεν, σχηματισμένος από το θ. του χαμαί με επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. τηλ-όθεν)].