τεχνοειδής

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές,

   A artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].