τεχνοειδής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνοειδής Medium diacritics: τεχνοειδής Low diacritics: τεχνοειδής Capitals: ΤΕΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: technoeidḗs Transliteration B: technoeidēs Transliteration C: technoeidis Beta Code: texnoeidh/s

English (LSJ)

τεχνοειδές, artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Russian (Dvoretsky)

τεχνοειδής: подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий (πνεῦμα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].