χειρολάβος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Greek (Liddell-Scott)

χειρολάβος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ σφενδόνη δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα χείρ, ἴδε σφενδόνη ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -λάβος (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. ἐργο-λάβος].