τραχηλοπηξία

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εγχειρητική σταθεροποίηση του τραχήλου της μήτρας στη φυσιολογική θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -πηξία (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»)].