στερεώνω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
στερεῶ, -όω, ΝΜΑ
και στεριώνω Ν, και στερρῶ, -όω Α στερεός / στερρός / στέριος]
1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῦν τοὺς πόδας», Ξεν.)
2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος τὰ σώματα στερεοῦσθαι», Ξεν.)
β) καθιστώ κάτι πάγιο, μόνιμο, ασφαλές, εδραιώνω
νεοελλ.
1. (και ως αμτβ.) καθίσταμαι σταθερός, μόνιμος (α. «δεν στεριώνει σε καμιά δουλειά» β. «δεν στέριωσε ο γάμος τους»)
2. (η μτχ. πληθ. αρσ. ή ουδ. παθ. παρακμ.) στερεωμένοι και στεριωμένοι ή στερεωμένα και στεριωμένα
(ενν. οι νεόνυμφοι ή τα στέφανα) ευχή σε νεονύμφους να είναι αδιάσπαστος ο δεσμός τους.