φιλητός

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8.    II Adv. -τῶς in a friendly spirit, Eust.1490.47.

German (Pape)

[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui mérite d’être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.