ἀξιαγάπητος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

German (Pape)

[Seite 269] liebenswürdig, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιαγάπητος: -ον, ὁ ἄξιος ἀγάπης, Κλήμ. Ρώμ. 1. 1, Κλήμ. Ἀλ. 612.

Spanish (DGE)

-ον estimable, valioso ὄνομα 1Ep.Clem.1.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιαγάπητος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν.