συχνόμετρο

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της συχνότητας τών εναλλασσόμενων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + μέτρο].