ταγίνι

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν
1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή
2. (κατ' επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.)
3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tayin < ταγήν, αιτ. του ταγή.