υπερκεράτωση

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. σημαντική, μη φυσιολογική, πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας, που παρατηρείται σε πολλές παθήσεις και ογκοειδείς σχηματισμούς του δέρματος, λ.χ. ιχθύαση, κερατοδερμία κ.ά.
2. (κτην.) νόσος τών βοοειδών η οποία χαρακτηρίζεται από πάχυνση του δέρματος και οφείλεται στην υπερβολική κερατινοποίηση τών επιθηλιακών κυττάρων και στην υπερτροφία κεράτινης στιβάδας του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperkeratosis < υπερ- + κέρας, -ατος].