κερατοδερμία

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. κάθε πάθηση του δέρματος που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratodermia < kerato- (πρβλ. κέρας, -τος) + -derm- (πρβλ. -δερμα) + κατάλ. -ία (πρβλ. -ία)].