τετράενος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

German (Pape)

[Seite 1097] vierjährig, Callim. fr. 154.

Greek Monolingual

-ον και τετραένης, -άενες Α
αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ενος < ΙΕ eno- «έτος» (πρβλ. ἔνος [Ι] «έτος», βλ. και λ. ενιαυτός)].