τιμολογώ

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
καθορίζω την τιμή εμπορεύματος που πρόκειται να πωληθεί σύμφωνα με το κόστος παραγωγής του αλλά και το επιθυμητό κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].