σχιζογονία
Greek Monolingual
η, Ν
βιολ. διαδικασία χαρακτηριστική της μονογονικής αναπαραγωγής τών σποροζώων και μερικών άλλων πρωτoζώων, η οποία συνίσταται σε πολλαπλασιασμό με πολλαπλή κατάτμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogony < νεολατ. schizogonia < σχίζω + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι)].