σχιζογονία

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. διαδικασία χαρακτηριστική της μονογονικής αναπαραγωγής τών σποροζώων και μερικών άλλων πρωτoζώων, η οποία συνίσταται σε πολλαπλασιασμό με πολλαπλή κατάτμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogony < νεολατ. schizogonia < σχίζω + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι)].