κατάτμηση
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
η
1. διαίρεση σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα
2. διαχωρισμός, κατανομή
3. γεωλ. το φαινόμενο του διαχωρισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων σε κομμάτια με σχεδόν κανονικό σχήμα υπό την επίδραση εξωτερικών κυρίως παραγόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατέμνω. Η λ., στον λόγιο τ. κατάτμησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].