σχοινόπλεκτος

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.

German (Pape)

[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσό-πλεκτος].