τριτοπηλίς

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι, Hsch. (v. τρόπαλις).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί του τρόπαλις (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ' επίδραση του τρίτος.