τραυμάτιον

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

Ion. τρωμ-, τό, Dim. of τραῦμα,

   A slight wound or hurt, Hp.Epid.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμάτιον: Ἰων. τρωμ-, τό, ὑποκ. τοῦ τραῦμα, μικρὸν τραῦμα ἢ μικρὰ βλάβη, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ γ΄ 1082, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite blessure, coup.
Étymologie: dim. de τραῦμα.

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρωμάτιον, τὸ, Α τραύμα, τραύματος]]
υποκορ. μικρό τραύμα ή μικρή βλάβη.