τραυμάτιον

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτιον Medium diacritics: τραυμάτιον Low diacritics: τραυμάτιον Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: traumátion Transliteration B: traumation Transliteration C: travmation Beta Code: trauma/tion

English (LSJ)

Ion. τρωμάτιον, τό, Dim. of τραῦμα, slight wound or hurt, Hp.Epid.3.4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite blessure, coup.
Étymologie: dim. de τραῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμάτιον: Ἰων. τρωμ-, τό, ὑποκ. τοῦ τραῦμα, μικρὸν τραῦμα ἢ μικρὰ βλάβη, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ γ΄ 1082, κλπ.

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρωμάτιον, τὸ, Α τραύμα, τραύματος]]
υποκορ. μικρό τραύμα ή μικρή βλάβη.