χειροδάϊκτος

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A slain by hand, σφάγια S.Aj.219 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1345] mit der Hand gespalten, getödtet, σφάγια Soph. Ai. 218.

Greek (Liddell-Scott)

χειροδάϊκτος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς φονευθείς, χειροδάϊκτα σφάγια Σοφ. Αἴ. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
déchiré avec la main.
Étymologie: χείρ, δαΐζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι' αἱμοβαφῆ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργο-δάϊκτος].