χειροδάϊκτος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
[ᾰ], ον, slain by hand, σφάγια S.Aj.219 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1345] mit der Hand gespalten, getödtet, σφάγια Soph. Ai. 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
déchiré avec la main.
Étymologie: χείρ, δαΐζω.
Russian (Dvoretsky)
χειροδάϊκτος: руками или собственноручно разрубленный (σφάγια Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χειροδάϊκτος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς φονευθείς, χειροδάϊκτα σφάγια Σοφ. Αἴ. 219.
Greek Monolingual
-ον, Α
σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι' αἱμοβαφῆ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργοδάϊκτος].
Greek Monotonic
χειροδάϊκτος: [ᾰ], -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύεται από χέρι, σε Σοφ.