τρίποδας
Greek Monolingual
ο, Ν
1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια
2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο
β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών.
ο, Ν
1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια
2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο
β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών.