φλησκούνι

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και φλισκούνι και φλυσκούνι και φλασκούνι και φλουσκούνι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών του γένους μίνθη ή μέντα της οικογένειας τών χειλανθών και ιδίως του είδους Μentha pulegium.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. βλησκούνι (βλ. και λ. βληχώνι)].