φαλτσαστέκα

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν
1. εσφαλμένο χτύπημα της σφαίρας στο μπιλιάρδο
2. (κατ' επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα].