μπιλιάρδο
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
το
παιχνίδι που παίζεται σε μεγάλο τραπέζι, ντυμένο με τσόχα, με μπίλιες τις οποίες οι παίκτες χτυπούν με μακριές ξύλινες ράβδους, τις στέκες, αλλ. σφαιριστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bi(g)liardo (πρβλ. αγγλ. billiards, γαλλ. billard) < bi(g)lia (βλ. λ. μπίλια)].