στέκα
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
η, Ν
1. ειδική μακρά ράβδος, με την οποία οι παίκτες χτυπούν τις μπάλες του μπιλιάρδου
2. εργαλείο υποδηματοποιού το οποίο χρησιμοποιούσαν για να γυαλίζουν, με τριβή επάνω του, τις σόλες
3. σκληρό γυναικείο διάδημα για τη συγκράτηση τών μαλλιών
4. μτφ. πολύ αδύνατη και ψηλή συνήθως γυναίκα ή και άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stecca].