συνθεραπεύω

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

   A treat medically as well, καὶ τὴν κεφαλήν Steph.in Gal. 1.338 D.:—Pass., ταῦτα -εται τῷ παντὶ σώματι Herod.Med. ap. Aët. 5.129.    2 pay court to one along with or together, Philostr.VA6.30 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συνθερᾰπεύω: θεραπεύω, περιποιοῦμαί τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Φιλόστρ. 270.

Greek Monolingual

ΜΑ θεραπεύω
περιποιούμαι κάποιον μαζί με έναν άλλο
αρχ.
επιζητώ την εύνοια κάποιου, προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον με συνεχείς περιποιήσεις.