συοτρόφος

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A feeding swine, χώρα J.BJ1.21.13:— as Subst. swineherd, Sch.D Od.13.404.

Greek (Liddell-Scott)

συοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων χοίρους, χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 13· ― ὡς οὐσιαστ., συβώτης, χοιροβοσκός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ν. 404.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέφει τους χοίρους («συοτρόφος χώρα», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. συοτρόφος
ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο-τρόφος, προδατο-τρόφος].