σχηματουργία

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).

Greek Monolingual

ἡ, Α σχηματουργοῡμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.