σωματόπλασμα

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
βιολ. το σύνολο τών κυττάρων που αποτελούν τη μάζα του σώματος, εκτός από τα γεννητικά κύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatoplasm (< σώμα, σώματος + πλάσμα)].