ταυροβόρος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A devouring bulls, λέων APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere fressend, λέων, Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων ταύρους, λέων Ἀνθ. Πλαν. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les taureaux.
Étymologie: ταῦρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει ταύρους, ταυροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].