ταυροφάγος
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bull-eating, epithet of Dionysus, S.Fr.668; applied to Cratinus by Ar.Ra.357 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1074] Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mangeur de taureau (ép. de Dionysos ; et de Cratinos, à cause du taureau décerné aux poètes dithyrambiques dans certains concours).
Étymologie: ταῦρος, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ταυροφάγος: (ᾰγ) поедающий быков
1 эпитет Диониса Soph.;
2 эпитет поэта Кратина Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· ὅθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε τοὔνομα Ἀριστοφάνης» Φώτιος).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο
2. μτφ. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Κρατίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φάγος].
Greek Monotonic
ταυροφάγος: [ᾰ], -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ταύρο, σε Αριστοφ.