τετραξός

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fourfold, γραμμαὶ τετραξαί four sets of lines, Arist. Metaph.1076b32.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfach, Arist. metaph. 12, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

τετραξός: -ή, -όν, τετραπλοῦς, γραμμαὶ τετραξαί, στιγμαὶ δὲ πενταξαὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 7.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τετραπλός («γραμμαὶ τετραξαί» — τέσσερεις σειρές γραμμών, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα- (βλ. λ. τέσσερεις + επίθημα -ξός, μέσω αμάρτυρου τ. τετραχθjος < επίρρ. τετραχθά (πρβλ. δι-ξός < διχθjος < διχθά)].