διχθά

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχθᾰ́ Medium diacritics: διχθά Low diacritics: διχθά Capitals: ΔΙΧΘΑ
Transliteration A: dichthá Transliteration B: dichtha Transliteration C: dichtha Beta Code: dixqa/

English (LSJ)

Adv., Ep. for δίχα, διχθά δεδαίαται they are parted in twain, Od.1.23; διχθά δέ μοι κραδίη μέμονε my heart is divided, Il.16.435.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. en dos partes δ. δέ μοι κραδίη μέμονε mi corazón vacila entre dos deseos, Il.16.435, τοὶ δ. δεδαίαται los (etíopes) que están repartidos en dos partes, Od.1.23, cf. Str.1.2.24, 32, δ. τοι ... θεοὶ τιμὴν ἐδάσαντο h.Hom.22.4, δ. δὲ χαλκὸς οὐκ ἐχύθη AP 16.347, δ. δὲ καλλείψαντες ... Ἰχθύες ἀστερόεντες, ὁ μὲν Νότον, ὃς δὲ Βορῆα Nonn.D.38.368. < διχθά διχθάδιος > διχθά, -ᾶς, ἡ
sent. dud., quizás un perfume, DP 36.85, 86.

German (Pape)

[Seite 646] p. = δίχα; vgl. τρίχα τριχθά, τέτραχα τετραχθά, μαλακός μαλθακός, χαμαλός χθαμαλός. Bei Homer διχθά zweimal: διχθὰ δεδαίαται, sie sind zwiefach, in zwei Teile getheilt, Od. 1, 23; διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε, mein Herz sinnt auf zweierlei, ich bin uneins mit mir, Il 16. 435. Vgl. διχθάδιος.

French (Bailly abrégé)

adv.
poét. c. δίχα.

Russian (Dvoretsky)

διχθά: adv. надвое, пополам (Αἰθίοπες, τοὶ δ. δεδαίαται Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

διχθά: ἐπίρρ., Ἐπ. ἀντὶ δίχα, ὡς τριχθὰ ἀντὶ τρίχα, δ. δεδαίαται, εἶναι κεχωρισμένος εἰς δύο, Ὀδ. Α. 23· δ. δέ μοι κραδίη μέμονε, ἡ καρδία μου εἶναι διῃρημένη, Ἰλ. Π. 435.

English (Autenrieth)

δίχα.

Greek Monolingual

διχθά επίρρ. (Α) δις
1. σε δύο μέρη («διχθά δεδέαται» — χωρισμένοι στα δύο)
2. με δύο τρόπους («διχθὰ δὲ μοι κραδίη μέμονε» — η καρδιά μου αμφιταλαντεύεται).

Greek Monotonic

διχθά: επίρρ., Επικ. αντί δίχα, δ. δεδαίαται, είναι χωρισμένος στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.· δ. κραδίη μέμονε, η καρδιά μου είναι διχασμένη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

adverb[epic for δίχα
δ. δεδαίαται they are parted in twain, Od.; δ. κραδίη μέμονε my heart is divided, Il.