το, Ν1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού2. σταχτοδοχείο, τασάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].